- εὐξύνετος
- εὐσύνετοςquick of apprehensionmasc/fem nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευξύνετος — εὐξύνετος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύνετος … Dictionary of Greek
ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά … Dictionary of Greek